Ερμάδιον

Ερμάδιον
Ἑρμάδιον και Ἑρμάριον, τὸ (Α)
1. υποκορ. τού ονόμ. Ερμής, θωπευτική προσφώνηση τού Ερμή («ὦ φίλτατον Ἑρμάδιον, μή καταλίπῃς με», Λουκιαν.)
2. υποκορ. τών Ερμών, τών λίθινων προτομών τού Ερμή, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. Ερμ- τού Ερμής + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. ζυγ-άδιον, γλυκ-άδιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἑρμάδιον — Dritter Bericht neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”